χορείαις

χορείαις
χορεία
dance
fem dat pl
χορεῖος
of
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χορεία — η, ΝΜΑ 1. σύνολο χορευτών, χορός 2. συνεκδ. ομάδα προσώπων που αποτελούν ένα σύνολο (α. «η χορεία τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.) νεοελλ. ιατρ. κάθε πάθηση τού νευρικού συστήματος, τής… …   Dictionary of Greek

  • σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… …   Dictionary of Greek

  • ИОАННИКИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. ᾿Ιωαννίκιος ὁ Μέγας] (753/4, по др. данным, 762, Вифиния 3.11.846, мон рь Антидион (на Олимпе Вифинском)), прп. (пам. 3 и 4 нояб.). Источники Основные сведения об И. В. содержатся в 2 Житиях: 1 е (BHG, N 936), сохранившееся в единственной… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”